επιθέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιθέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιθέτω
- θα επιθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιθέτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επιθέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίθεση