επικουρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικουρικά < επικουρικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επικουρικά
- με επικουρικό τρόπο, βοηθητικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικουρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επικουρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επικουρικός