επιμολύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμολύνω < ελληνιστική κοινή ἐπιμολύνω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιμολύνω (παθητική φωνή: επιμολύνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμολύνω
|