επιμορφώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιμορφώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιμορφώνω
- θα επιμορφώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιμορφώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επιμορφώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιμόρφωση