επιστέψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιστέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστέφω
- θα επιστέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστέφω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιστέψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίστεψη