επιταχυντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
επιταχυντικά < επιταχυντικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιταχυντικά
- έχοντας συμβολή στην επιτάχυνση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιταχυντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επιταχυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιταχυντικό