ερωτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐρωτικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρωτικῶς < ἐρωτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε ερωτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

ερωτικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «ερωτικός (& ερωτικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)