εσωτερικεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εσωτερικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εσωτερικεύω
- θα εσωτερικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εσωτερικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εσωτερικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωτερίκευση