ευαισθητοποιήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ευαισθητοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευαισθητοποιώ
  2. θα ευαισθητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευαισθητοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ευαισθητοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευαισθητοποίηση