ευωδιαστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ευωδιαστά < ευωδιαστός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευωδιαστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευωδιαστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ευωδιαστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευωδιαστό