ζαχαρωτών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ζαχαρωτών
- γενική πληθυντικού του ζαχαρωτός
- γενική πληθυντικού του ζαχαρωτή
- γενική πληθυντικού του ζαχαρωτό