ζαχαρωτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαρωτό τα ζαχαρωτά
      γενική του ζαχαρωτού των ζαχαρωτών
    αιτιατική το ζαχαρωτό τα ζαχαρωτά
     κλητική ζαχαρωτό ζαχαρωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαχαρωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζαχαρωτός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρω‐τό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαχαρωτό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ζαχαρωτό