Süßigkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Süßigkeit | die Süßigkeiten |
γενική | der Süßigkeit | der Süßigkeiten |
δοτική | der Süßigkeit | den Süßigkeiten |
αιτιατική | die Süßigkeit | die Süßigkeiten |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Süßigkeit (de), θηλυκό