Süßigkeit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Süßigkeit die Süßigkeiten
γενική der Süßigkeit der Süßigkeiten
δοτική der Süßigkeit den Süßigkeiten
αιτιατική die Süßigkeit die Süßigkeiten

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Süßigkeit < süß + -igkeit

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈzyːsɪçkaɪ̯t/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Süßigkeit (de) θηλυκό

  1. το γλυκό, το γλύκισμα
    ⮡  Welche Süßigkeit magst du lieber? Schokolade oder Eis?
    Ποιο γλυκό προτιμάς; Σοκολάτα ή παγωτό;
     συνώνυμα: Süßware
  2. η γλυκύτητα
     συνώνυμα: Süße

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Süßigkeit στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια