ζερβά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζερβά
- αριστερά
- άτυχα, ανάποδα
- ↪ του ευχήθηκε να μην πάνε ξανά τα πράγματα στη ζωή του ζερβά, να μην τον βρουν αναποδιές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζερβά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζερβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζερβό