ηγιασμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ηγιασμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του ηγιασμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του ηγιασμένος
ηγιασμένου