θεμιτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θεμιτά < θεμιτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
θεμιτά
- κατά τρόπο θεμιτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θεμιτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεμιτό