θεμιτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεμιτός < αρχαία ελληνική θεμιτός < θέμις < τίθημι
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεμιτός -ή -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεμιτός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | θεμιτός | θεμιτή | θεμιτόν | θεμιτοί | θεμιταί | θεμιτά |
Γενική | θεμιτοῦ | θεμιτῆς | θεμιτοῦ | θεμιτῶν | θεμιτῶν | θεμιτῶν |
Δοτική | θεμιτῷ | θεμιτῇ | θεμιτῷ | θεμιτοῖς | θεμιταῖς | θεμιτοῖς |
Αιτιατική | θεμιτόν | θεμιτήν | θεμιτόν | θεμιτούς | θεμιτάς | θεμιτά |
Κλητική | θεμιτέ | θεμιτή | θεμιτόν | θεμιτοί | θεμιταί | θεμιτά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | θεμιτώ | θεμιτά | ||||
Γενική-Δοτική | θεμιτοῖν | θεμιταῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεμιτός -ή -ό