Μετάβαση στο περιεχόμενο

legitimate

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός legitimate
συγκριτικός more legitimate
υπερθετικός most legitimate

Επίθετο

[επεξεργασία]

legitimate (en)

  1. εύλογος
      a legitimate question - εύλογη απορία
      a legitimate explanation - εύλογη εξήγηση
  2. νόμιμος, θεμιτός
      He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
    Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]