legitimate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | legitimate |
συγκριτικός | more legitimate |
υπερθετικός | most legitimate |
Επίθετο[επεξεργασία]
legitimate (en)
- εύλογος
- ↪ a legitimate question - εύλογη απορία
- ↪ a legitimate explanation - εύλογη εξήγηση
- νόμιμος, θεμιτός
- ↪ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
- Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.
- ↪ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.