illegitimate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός illegitimate
συγκριτικός more illegitimate
υπερθετικός most illegitimate

Ετυμολογία [επεξεργασία]

illegitimate < il- + legitimate

Επίθετο[επεξεργασία]

illegitimate (en)

  1. νόθος, εξώγαμος, που γεννιέται από γονείς που δεν είναι παντρεμένοι
    an illegitimate child - νόθο παιδί
  2. (επίσημο) αθέμιτος, παράνομος
    He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
    Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.

Πηγές[επεξεργασία]