fair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

fair (en)

  1. καθαρός, αθώος
  2. ανοιχτόχρωμος
  3. δίκαιος, έντιμος, σύμφωνος με τους κανόνες
  4. μέτριος, ικανοποιητικός (ούτε κακός ούτε άριστος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fair (en)

  1. έκθεση, συμπόσιο, συνέδριο, γεγονός, ιβέντ, φεστιβάλ, σόου