fair
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | fair |
συγκριτικός | fairer |
υπερθετικός | fairest |
fair (en)
- καθαρός, αθώος
- ανοιχτόχρωμος
- δίκαιος, έντιμος, σύμφωνος με τους κανόνες
- μέτριος, ικανοποιητικός (ούτε κακός ούτε άριστος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fair | fairs |
fair (en)
- έκθεση, συμπόσιο, συνέδριο, γεγονός, ιβέντ, φεστιβάλ, σόου