ιδεοληπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδεοληπτικά < ιδεοληπτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ιδεοληπτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδεοληπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιδεοληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιδεοληπτικό