ιεραρχικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ιεραρχικά < ιεραρχικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ιεραρχικά
- όσον αφορά μια συγκεκριμένη ιεραρχία
- είναι ιεραρχικά ανώτερός μου
- ακολουθώντας μια συγκεκριμένη ιεραρχία ή ιεράρχηση
- οι στόχοι μας είναι ιεραρχικά οι ακόλουθοι: ...
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιεραρχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιεραρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιεραρχικό