ιζαφέτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιζαφέτ < αγγλική izafet / ezafe < περσική اضافه (ezâfe) / اضافه (izāfa) < αραβική إضافة (iḍāfa)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιζαφέτ ουδέτερο άκλιτο

  • (γλωσσολογία) γραμματικό μόριο (-e / -ye, -i / -yi, -ı) που βρίσκεται σε ορισμένες ιρανικές γλώσσες, καθώς και σε γλώσσες με επιρροή από τα περσικά, όπως η τουρκική, που συνδέει δύο λέξεις μεταξύ τους (ουσιαστικό και επίθετο, ουσιαστικό και επίρρημα ή ουσιαστικό και άλλο ουσιαστικό) και δηλώνει κατοχή, προσδιορισμό κ.λπ.
    ※  Αυτοί οι συγγραφείς προσπαθούσαν να µιµηθούν ∆υτικά και κυρίως Γαλλικά λογοτεχνικά κείµενα και ήταν πεπεισµένοι ότι η Τουρκική Γλώσσα δε θα µπορούσε να αποτελέσει λογοτεχνικό εργαλείο χωρίς τη συνδροµή των Αραβικών και των Περσικών. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αρκέστηκαν στις εκφράσεις µε το ιζαφέτ που ήδη υπήρχαν αλλά κατασκεύασαν και καινούριες. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]