ιζαφέτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιζαφέτ ουδέτερο άκλιτο
- (γλωσσολογία) γραμματικό μόριο (-e / -ye, -i / -yi, -ı) που βρίσκεται σε ορισμένες ιρανικές γλώσσες, καθώς και σε γλώσσες με επιρροή από τα περσικά, όπως η τουρκική, που συνδέει δύο λέξεις μεταξύ τους (ουσιαστικό και επίθετο, ουσιαστικό και επίρρημα ή ουσιαστικό και άλλο ουσιαστικό) και δηλώνει κατοχή, προσδιορισμό κ.λπ.
- ※ Αυτοί οι συγγραφείς προσπαθούσαν να µιµηθούν ∆υτικά και κυρίως Γαλλικά λογοτεχνικά κείµενα και ήταν πεπεισµένοι ότι η Τουρκική Γλώσσα δε θα µπορούσε να αποτελέσει λογοτεχνικό εργαλείο χωρίς τη συνδροµή των Αραβικών και των Περσικών. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αρκέστηκαν στις εκφράσεις µε το ιζαφέτ που ήδη υπήρχαν αλλά κατασκεύασαν και καινούριες. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)