ιζαφετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιζαφετικός η ιζαφετική το ιζαφετικό
      γενική του ιζαφετικού της ιζαφετικής του ιζαφετικού
    αιτιατική τον ιζαφετικό την ιζαφετική το ιζαφετικό
     κλητική ιζαφετικέ ιζαφετική ιζαφετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιζαφετικοί οι ιζαφετικές τα ιζαφετικά
      γενική των ιζαφετικών των ιζαφετικών των ιζαφετικών
    αιτιατική τους ιζαφετικούς τις ιζαφετικές τα ιζαφετικά
     κλητική ιζαφετικοί ιζαφετικές ιζαφετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιζαφετικός < ιζαφέτ + -ικός < αγγλική izafet / ezafe < περσική اضافه (ezâfe) / اضافه (izāfa) < αραβική إضافة (iḍāfa)

Επίθετο[επεξεργασία]

ιζαφετικός, -ή, -ό

  • (γλωσσολογία) που έχει σχέση με ιζαφέτ ή αναφέρεται σ’ αυτό
    ※  Ιζαφετικός τουρκικός τύπος > συμφωνόληκτο σερβικό ουσιαστικό + μόρφημα -ски > επίθετο σε -ски (προσδιορίζουν [-προσωπικά] ουσιαστικά. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]