ισοπεδώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ισοπεδώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοπεδώνω
- θα ισοπεδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοπεδώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ισοπεδώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισοπέδωση