ισοπεδώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ισοπεδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοπεδώνω
  2. θα ισοπεδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοπεδώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ισοπεδώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισοπέδωση