Μετάβαση στο περιεχόμενο

κέιτερινγκ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κέιτερινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική catering

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈcei̯.te.ɾiŋ/ κατά την αγγλική προφορά, ή /ˈcei̯.te.ɾiŋɡ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέιτερινγκ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κέιτερινγκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]