καγιέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈʝen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐γιέν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καγιέν ουδέτερο
- (τρόφιμο) είδος κόκκινου πιπεριού με καυτερή γεύση
- ※ Καθώς δεν θα ήταν δυνατόν να φαγωθούν ως πιπεριές, οι καρποί του φυτού καγιέν αποξηραίνονται και κονιορτοποιούνται. Δημιουργείται έτσι το πιπέρι καγιέν. Αυτό που βρίσκουμε στο εμπόριο έχει προσμείξεις για να μετριάζεται κάπως η καυστικότητά του.
- Πάπρικα, μπούκοβο, τσίλι και άλλες πιπεριές, Η Καθημερινή, 25 Μαΐου 2017
- ※ Καθώς δεν θα ήταν δυνατόν να φαγωθούν ως πιπεριές, οι καρποί του φυτού καγιέν αποξηραίνονται και κονιορτοποιούνται. Δημιουργείται έτσι το πιπέρι καγιέν. Αυτό που βρίσκουμε στο εμπόριο έχει προσμείξεις για να μετριάζεται κάπως η καυστικότητά του.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καγιέν
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καγιέν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ «Cayenne» - Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.