καθελέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθελέτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθελέτο και καδελέτο ουδέτερο
- (κρητικά) νεκροκρέβατο το οποίο άνηκε στην κοινότητα.
συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθελέτο