καθιερώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθιερώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καθιερώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]καθιερώνομαι, πρτ.: καθιερωνόμουν, στ.μέλλ.: θα καθιερωθώ, αόρ.: καθιερώθηκα, μτχ.π.π.: καθιερωμένος
- με καθιερώνουν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθιερώνομαι
|