καθιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καθιστά < καθιστός
Επίρρημα[επεξεργασία]
καθιστά
- όντας κάποιος καθιστός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καθιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθιστό
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καθιστά