καθολικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

καθολικά < καθολικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καθολικά

  1. με καθολικό τρόπο, συνολικά
  2. σύμφωνα με το καθολικό δόγμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καθολικά