καθοράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

καθοράω

  1. (αμετάβατο) κοιτάζω προς τα κάτω
  2. (μεταβατικό) βλέπω από ψηλά
  3. (μεταβατικό) βλέπω καθαρά, διακρίνω
  4. (μεταβατικό) παρατηρώ

Αναφορές

[επεξεργασία]