καλαμάριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλαμάριν < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαμάριν ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- καλαμαρίτσιν (υποκοριστικό)