καλομετρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καλομετρώ (παθητικό: καλομετριέμαι)
- μετράω καλά, κάνω καλά έναν υπολογισμό
- Για καλομέτρησέ το μην παραγγείλουμε τα ντουλάπια και μετά δεν χωράνε
- αναλογίζομαι, λογαριάζω, σταθμίζω τις δυνάμεις μου ή τις συνέπειες
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλομετράω - καλομετρώ | καλομετρούσα | θα καλομετράω - καλομετρώ | να καλομετράω - καλομετρώ | καλομετρώντας | |
β' ενικ. | καλομετράς | καλομετρούσες | θα καλομετράς | να καλομετράς | καλομέτρα - καλομέτραγε | |
γ' ενικ. | καλομετράει - καλομετρά | καλομετρούσε | θα καλομετράει - καλομετρά | να καλομετράει - καλομετρά | ||
α' πληθ. | καλομετράμε - καλομετρούμε | καλομετρούσαμε | θα καλομετράμε - καλομετρούμε | να καλομετράμε - καλομετρούμε | ||
β' πληθ. | καλομετράτε | καλομετρούσατε | θα καλομετράτε | να καλομετράτε | καλομετράτε | |
γ' πληθ. | καλομετράν(ε) - καλομετρούν(ε) | καλομετρούσαν(ε) | θα καλομετράν(ε) - καλομετρούν(ε) | να καλομετράν(ε) - καλομετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλομέτρησα | θα καλομετρήσω | να καλομετρήσω | καλομετρήσει | ||
β' ενικ. | καλομέτρησες | θα καλομετρήσεις | να καλομετρήσεις | καλομέτρα - καλομέτρησε | ||
γ' ενικ. | καλομέτρησε | θα καλομετρήσει | να καλομετρήσει | |||
α' πληθ. | καλομετρήσαμε | θα καλομετρήσουμε | να καλομετρήσουμε | |||
β' πληθ. | καλομετρήσατε | θα καλομετρήσετε | να καλομετρήσετε | καλομετρήστε | ||
γ' πληθ. | καλομέτρησαν καλομετρήσαν(ε) |
θα καλομετρήσουν(ε) | να καλομετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλομετρήσει | είχα καλομετρήσει | θα έχω καλομετρήσει | να έχω καλομετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλομετρήσει | είχες καλομετρήσει | θα έχεις καλομετρήσει | να έχεις καλομετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλομετρήσει | είχε καλομετρήσει | θα έχει καλομετρήσει | να έχει καλομετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλομετρήσει | είχαμε καλομετρήσει | θα έχουμε καλομετρήσει | να έχουμε καλομετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλομετρήσει | είχατε καλομετρήσει | θα έχετε καλομετρήσει | να έχετε καλομετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλομετρήσει | είχαν καλομετρήσει | θα έχουν καλομετρήσει | να έχουν καλομετρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλομετριέμαι | καλομετριόμουν(α) | θα καλομετριέμαι | να καλομετριέμαι | ||
β' ενικ. | καλομετριέσαι | καλομετριόσουν(α) | θα καλομετριέσαι | να καλομετριέσαι | ||
γ' ενικ. | καλομετριέται | καλομετριόταν(ε) | θα καλομετριέται | να καλομετριέται | ||
α' πληθ. | καλομετριόμαστε | καλομετριόμαστε καλομετριόμασταν |
θα καλομετριόμαστε | να καλομετριόμαστε | ||
β' πληθ. | καλομετριέστε | καλομετριόσαστε καλομετριόσασταν |
θα καλομετριέστε | να καλομετριέστε | καλομετριέστε | |
γ' πληθ. | καλομετριούνται | καλομετριόνταν(ε) καλομετριούνταν καλομετριόντουσαν |
θα καλομετριούνται | να καλομετριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλομετρήθηκα | θα καλομετρηθώ | να καλομετρηθώ | καλομετρηθεί | ||
β' ενικ. | καλομετρήθηκες | θα καλομετρηθείς | να καλομετρηθείς | καλομετρήσου | ||
γ' ενικ. | καλομετρήθηκε | θα καλομετρηθεί | να καλομετρηθεί | |||
α' πληθ. | καλομετρηθήκαμε | θα καλομετρηθούμε | να καλομετρηθούμε | |||
β' πληθ. | καλομετρηθήκατε | θα καλομετρηθείτε | να καλομετρηθείτε | καλομετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | καλομετρήθηκαν καλομετρηθήκαν(ε) |
θα καλομετρηθούν(ε) | να καλομετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καλομετρηθεί | είχα καλομετρηθεί | θα έχω καλομετρηθεί | να έχω καλομετρηθεί | καλομετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις καλομετρηθεί | είχες καλομετρηθεί | θα έχεις καλομετρηθεί | να έχεις καλομετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καλομετρηθεί | είχε καλομετρηθεί | θα έχει καλομετρηθεί | να έχει καλομετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καλομετρηθεί | είχαμε καλομετρηθεί | θα έχουμε καλομετρηθεί | να έχουμε καλομετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καλομετρηθεί | είχατε καλομετρηθεί | θα έχετε καλομετρηθεί | να έχετε καλομετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καλομετρηθεί | είχαν καλομετρηθεί | θα έχουν καλομετρηθεί | να έχουν καλομετρηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλομετρώ
|