καλομετρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλομετρώ < μεσαιωνική ελληνική καλομετρῶ < καλά + μετρῶ < {[αρχ}} καλῶς + [μετρέω]]-μετρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

καλομετρώ (παθητικό: καλομετριέμαι)

  1. μετράω καλά, κάνω καλά έναν υπολογισμό
    Για καλομέτρησέ το μην παραγγείλουμε τα ντουλάπια και μετά δεν χωράνε
  2. αναλογίζομαι, λογαριάζω, σταθμίζω τις δυνάμεις μου ή τις συνέπειες


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]