καμμυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμμυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καμμύω

Μετοχή[επεξεργασία]

καμμυμένος, -η, -ον

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καμμύω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 11, στ. 14 (στίχοι 12-14) @georgakas.lit.auth.gr
    Μμάτια μου, ἀφὸν βιγλᾶτε κοιμισμένα
    κεῖνον ποὺ θέλω πάντα νὰ θωρῆτε,
    μείνετε μέραν νύχταν καμμυμένα.

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

  • καμμυμένα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού ουδετέρου γένους)

Πηγές[επεξεργασία]