κανακισμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κανακισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του κανακισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του κανακισμένος