καπνοί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καπνοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του καπνός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καπνά (ουδέτερο, δεύτερος πληθυντικός)