καπνοκαλλιεργητή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καπνοκαλλιεργητή
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του καπνοκαλλιεργητής
καπνοκαλλιεργητή