καποτάστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καποτάστο < λείπει η ετυμολογία
καποτάστο (1)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καποτάστο ουδέτερο

  • εργαλείο το οποίο σφίγγεται πάνω στην ταστιέρα των έγχορδων οργάνων με σκοπό να μεταβάλλει ομοιόμορφα και προσωρινά το ενεργό μήκος των χορδών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]