κασελιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κασελιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κασελιασμένος
- → δείτε τη λέξη κασέλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κασελιάζω
|