κατακρεουργημένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.kɾe.uɾ.ʝiˈme.ni/
- Ομώνυμα / Ομόηχα: κατακρεουργημένοι
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κατακρεουργημένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κατακρεουργημένος