κατακτώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος κατακτώ < αρχαία ελληνική κατακτῶμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κατακτώμαι (& κατακτιέμαι)
- με κατακτούν
- Η χώρα κατακτήθηκε
- Μπορούμε να πούμε ότι πλέον αυτός το τομέας έχει κατακτηθεί
- Με αυτό τον τρόπο κατακτάται νέα τεχνογνωσία
- Δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται με κόπο, αγώνες και θυσίες
- δέκα πρωταθλήματα σε δέκα χρόνια δεν κατακτώνται εύκολα
Κλίση ενεστώτα
[επεξεργασία]- κατακτώμαι και κατακτιέμαι
- κατακτάσαι και κατακτιέσαι
- κατακτάται και κατακτιέται
- κατακτώμεθα και κατακτιόμαστε
- κατακτάσθε και κατακτιέστε
- κατακτώνται και κατακτιούνται
Αρχικοί χρόνοι
[επεξεργασία]- Ενεστώτας κατακτώμαι και κατακτιέμαι
- Παρατατικός κατακτιόμουν
- Αόριστος κατακτήθηκα
- Μέλλ. στ. και εξακ. θα κατακτηθώ θα κατακτιέμαι-κατακτώμαι
- Παρακείμενος έχω κατακτηθεί -είμαι κατακτημένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατακτώμαι
|