καταταράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κατατάσσω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταταράζω < κατα- + ταράζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταταράζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]