κεφάλες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κεφαλές, Κεφαλές

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κεφάλες αρσενικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κεφάλες θηλυκό