κεφαλαιοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κεφαλαιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
- θα κεφαλαιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεφαλαιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κεφαλαιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεφαλαιοποίηση