κεφαλαιοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεφαλαιοποιώ < κεφάλαιο + -ο- + ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitaliser[1])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ke.fa.le.o.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λαι‐ο‐ποι‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]κεφαλαιοποιώ (παθητική φωνή: κεφαλαιοποιούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανακεφαλαιοποίηση
- επανακεφαλαιοποίηση
- κεφαλαιοποιημένος
- κεφαλαιοποίηση
- κεφαλαιοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις κεφάλαιο, κεφάλι και ποιώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεφαλαιοποιώ | κεφαλαιοποιούσα | θα κεφαλαιοποιώ | να κεφαλαιοποιώ | κεφαλαιοποιώντας | |
β' ενικ. | κεφαλαιοποιείς | κεφαλαιοποιούσες | θα κεφαλαιοποιείς | να κεφαλαιοποιείς | (κεφαλαιοποίει) | |
γ' ενικ. | κεφαλαιοποιεί | κεφαλαιοποιούσε | θα κεφαλαιοποιεί | να κεφαλαιοποιεί | ||
α' πληθ. | κεφαλαιοποιούμε | κεφαλαιοποιούσαμε | θα κεφαλαιοποιούμε | να κεφαλαιοποιούμε | ||
β' πληθ. | κεφαλαιοποιείτε | κεφαλαιοποιούσατε | θα κεφαλαιοποιείτε | να κεφαλαιοποιείτε | κεφαλαιοποιείτε | |
γ' πληθ. | κεφαλαιοποιούν(ε) | κεφαλαιοποιούσαν(ε) | θα κεφαλαιοποιούν(ε) | να κεφαλαιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεφαλαιοποίησα | θα κεφαλαιοποιήσω | να κεφαλαιοποιήσω | κεφαλαιοποιήσει | ||
β' ενικ. | κεφαλαιοποίησες | θα κεφαλαιοποιήσεις | να κεφαλαιοποιήσεις | κεφαλαιοποίησε | ||
γ' ενικ. | κεφαλαιοποίησε | θα κεφαλαιοποιήσει | να κεφαλαιοποιήσει | |||
α' πληθ. | κεφαλαιοποιήσαμε | θα κεφαλαιοποιήσουμε | να κεφαλαιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | κεφαλαιοποιήσατε | θα κεφαλαιοποιήσετε | να κεφαλαιοποιήσετε | κεφαλαιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | κεφαλαιοποίησαν κεφαλαιοποιήσαν(ε) |
θα κεφαλαιοποιήσουν(ε) | να κεφαλαιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεφαλαιοποιήσει | είχα κεφαλαιοποιήσει | θα έχω κεφαλαιοποιήσει | να έχω κεφαλαιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεφαλαιοποιήσει | είχες κεφαλαιοποιήσει | θα έχεις κεφαλαιοποιήσει | να έχεις κεφαλαιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεφαλαιοποιήσει | είχε κεφαλαιοποιήσει | θα έχει κεφαλαιοποιήσει | να έχει κεφαλαιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεφαλαιοποιήσει | είχαμε κεφαλαιοποιήσει | θα έχουμε κεφαλαιοποιήσει | να έχουμε κεφαλαιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεφαλαιοποιήσει | είχατε κεφαλαιοποιήσει | θα έχετε κεφαλαιοποιήσει | να έχετε κεφαλαιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεφαλαιοποιήσει | είχαν κεφαλαιοποιήσει | θα έχουν κεφαλαιοποιήσει | να έχουν κεφαλαιοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεφαλαιοποιώ
- ↑ κεφαλαιοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)