capitalize
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | capitalize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | capitalizes |
αόριστος | capitalized |
παθητική μετοχή | capitalized |
ενεργητική μετοχή | capitalizing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]capitalize (en) (αμερικανική γραφή)
- γράφω με κεφαλαίο γράμμα ή μετατρέπω σε κεφαλαίο γράμμα
- (οικονομία) κεφαλαιοποιώ, παρέχω σε μια εταιρεία κτλ. τα χρήματα που χρειάζεται για να λειτουργήσει
We’re capitalizing the company.
- Κεφαλαιοποιούμε την εταιρεία.