Μετάβαση στο περιεχόμενο

capitalize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας capitalize
γ΄ ενικό ενεστώτα capitalizes
αόριστος capitalized
παθητική μετοχή capitalized
ενεργητική μετοχή capitalizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capitalize < capital + -ize

capitalize (en) (αμερικανική γραφή)

  1. γράφω με κεφαλαίο γράμμα ή μετατρέπω σε κεφαλαίο γράμμα
  2. (οικονομία) κεφαλαιοποιώ, παρέχω σε μια εταιρεία κτλ. τα χρήματα που χρειάζεται για να λειτουργήσει
    παράδειγμα  We’re capitalizing the company.
    Κεφαλαιοποιούμε την εταιρεία.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]