κηδεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κηδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηδεύω
- θα κηδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κηδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κήδευση