κιλλίβαντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιλλίβαντας < αρχαία ελληνική κιλλίβας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈli.va.ndas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιλλίβαντας αρσενικό
- κινητή βάση ενός πυροβόλου