κληροδοτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κληροδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληροδοτώ
- θα κληροδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληροδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κληροδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κληροδότηση